ξεθύμασμα

ξεθύμασμα
το, -ατος
1. εξάτμιση.
2. ξέσπασμα, ανακούφιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεθύμασμα — το [ξεθυμαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθυμαίνω, εξάτμιση, εξαέρωση, ξέσπασμα, ξεθύμωμα, εξασθένηση, καταπράυνση 2. στον πληθ. τα ξεθυμάσματα ιατρ. δερματικά εξανθήματα τού προσώπου που εμφανίζονται συνήθως στα νεαρά άτομα …   Dictionary of Greek

  • έκπνευση — η (AM ἔκπνευσις) 1. εκπνοή 2. ξεφούσκωμα, ξεθύμασμα …   Dictionary of Greek

  • διαφυγή — η (AM διαφυγή) γλυτωμός νεοελλ. (για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων) μσν. καταφυγή*, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

  • εξάτμιση — η 1. η μετατροπή υγρού σε ατμό ή άλλο αέριο χωρίς βρασμό, εξαέρωση, ατμοποίηση, ξεθύμασμα. 2. η διαφυγή ατμού ή αερίου από κλειστό δοχείο ή από κινητήρα. 3. το μέρος απ όπου γίνεται αυτή η διαφυγή: Στράβωσε η εξάτμιση του αυτοκινήτου. 4. μτφ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκάκιωμα — το, ατος αποβολή του θυμού, ξεθύμασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”